ἀριθμήσεως

ἀριθμήσεως
ἀριθμήσεω̆ς , ἀρίθμησις
counting
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δεκαδικός — ή, ό (AM δεκαδικός, ή, όν) [δεκάς] αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στη δεκάδα ή αποτελείται από δεκάδες νεοελλ. φρ. 1. «δεκαδικός αριθμός» αριθμός που αποτελείται από ακέραιο και δεκαδικό κλάσμα, κλάσμα δηλ. το οποίο παριστάνει ένα ορισμένο πλήθος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”